59 Η πορεία Άνοιξα τα μάτια μου. Η φωτιά λαμπύριζε από μακριά. Μπορούσα να ακούσω μια φλυαρία φωνών. Σηκώθηκα από το παγωμένο έδαφος και με άτονα βήματα πλησίασα τη φωτιά, για να πάρω μια δόση ζεστασιάς και ανθρώπινης παρουσίας. Συνέχεια στο μυαλό μου η ίδια σκηνή. Ο πατέρας μου να δίνει έναν φάκελο σε έναν άν- θρωπο. Σε αυτόν που μας υποσχέθηκε μιαν ευκαιρία για ένα καλύτερο μέλλον και μια ζωή μακριά από τη λαίλαπα του πολέμου. Ακολούθησε απέραντη σιωπή μεταξύ μας, εμένα, της μάνας μου και του πατέρα μου. Βουβός αποχαιρετισμός, κάθε δάκρυ χιλιάδες λέξεις που δεν μπορούσαν να ειπωθούν. Βρεθήκαμε εδώ, αφού καταφέραμε να περάσουμε κρυφά από τα σύνορα, με τη βοήθεια του άνδρα που πλήρωσε ο πατέρας μου. Μας είχε κρύψει ανάμεσα σε σακιά αλευριού, μέσα σε ένα αποπνικτικά μικρό φορτηγό. Τα βάσανα της διαδρομής χαράχτηκαν στα πρόσωπά μας. Μέρες μέσα στο φορτηγό, κλάματα μωρών με μαυρισμένα πρόσωπα, ο φόβος μόνιμος σύντροφός μας, μήπως μας ανακαλύψουν και επιστρέψουμε στην καμένη γη. Μετά από ατελείωτες μέρες, το φορτηγό σταμάτησε και οι πόρτες του άνοιξαν. Ξεκίνησαν να βγαίνουν όλοι με μια ασυγκράτητη βιασύνη γνωρίζοντας ότι αυτή θα ήταν η τελευταία μας στάση. Κρατώντας αγκαλιά τη σακούλα που μου έδωσε η μητέρα μου με τα λίγα ρούχα, έριξα μια ματιά γύρω μου. Οι σκηνές βρίσκονταν ανάμεσα σε λάσπες. Είχαν βρόμικο χρώμα, στάλες βροχής κυλούσαν πάνω τους και μάταια προσπαθούσαν να ξεπλύνουν το βαρύ φορτίο του πόνου, της ταλαιπωρίας, της απώλειας και της μοναξιάς. Ο άνδρας μάς οδήγησε στη σκηνή μας. Άφησα τη σακούλα μου στη σκηνή, κάθισα να πάρω μίαν ανάσα. Πριν το καταλάβω αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα μετά από ώρα και πλησίασα τη φωτιά. Αυτή τη φωτιά που θα μου έδινε μια δόση ζεστασιάς. Άφησα τα χέρια της μητέρας μου και του πατέρα μου και τώρα βρίσκομαι με σφιχτές κρύες γροθιές, καθισμένη ανάμεσα σε ξένους. Λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος στον ουρανό, μαζευτήκαμε και συνεχίσαμε την πορεία μας προς τον τόπο που ελπίζαμε ότι έκρυβε μια νέα ζωή. Προχωρούσα σκυμμένη και βουβή ακολουθώντας το πλήθος και κουβαλώντας ένα φορτίο μπερδεμένων συναισθημάτων. Φευγαλέα σήκωσα το κεφάλι μου και τα μάτια μου αντάμωσαν μια οπτασία. Αλήθεια αντάμωσαν τα μάτια μου τη φιγούρα της φίλης μου, της Άνιας; Τελευταία φορά που συ- ναντηθήκαμε ήταν μήνες πριν, στη γειτονιά μας. Μετά τους βομβαρδισμούς, μέσα στα χαλάσματα και τη σιωπή. Το βήμα μου έγινε άξαφνα ταχύ, δυνατό, ζωντανό. Ολόκληρη ζωντάνεψα, για να πλησιάσω την οπτασία που είχα δει. Ξαφνικά στέκομαι μπροστά της και είναι ολοζώντανη, ούτε παραίσθηση ούτε οπτασία, είναι η φίλη μου η Άνια. Ενώνουμε τα χέρια, χωρίς καμία λέξη. Οι στάλες βροχής κυλούν στα πρόσωπά μας. Σταματούν στα χαμόγελά μας λίγο πριν πέσουν κάτω, εδώ στη νέα γη. Λανίτειο Λύκειο Κειμενική Διάθλαση .............................. Λανίτειο Λύκειο - Λύκειο Αποστόλων Πέτρου και Παύλου ............................................
RkJQdWJsaXNoZXIy Mjg0OTI=