171 Κατάθεση Ψυχής Σκέψεις πηγαίες, αφτιασίδωτες, μια μορφή αυτόματης γραφής, της γραφής του ονείρου σε πεζό λόγο, όπως αποκαλύφθηκαν αυθόρμητα κατά τη λειτουργία του ΒΠΕ Πενήντα χρόνια, όλα τα πάθη σαν μια σταγόνα αίμα. Ο πόνος στην ψυχή. Μια σταγόνα αίμα, στην άδεια μου καρδιά. Το κλάμα του παιδιού σταμάτησε στην ανατολή, η μάνα τρέχει μακριά, με το παιδί στην αγκαλιά. Το άγγιγμα στο μάγουλό του ζεστό. Υπάρχει ελπίδα στο φως. Εκείνη τη μέρα, τη μαύρη μέρα, η θάλασσα έγινε κόκκινη. Χιλιάδες νεκροί ζητούσαν απεγνωσμένα βοήθεια. Ο αδερφός μου χάθηκε. Μου λείπει η φωνή του, το άγγιγμά του. Έμεινε μόνο η φωτογραφία του. Κάθε μέρα προσκυνώ αυτή τη φωτογραφία. Η καρδιά μου σαν ένα κομμάτι από πηλό έχει στεγνώσει. Αναμνήσεις, μυρωδιές. Απ’ τα βουνά, από τον σκλαβωμένο τόπο μου. Αγέρωχο βουνό, που στέκεις πανύψηλο και αγναντεύεις την Κερύνεια, πες μας για την προδοσία, για τον χρόνο που χάθηκε, για τα παιδιά σου. «Οι στρατιώτες πέφτανε μέσα στη θάλασσα, χαιρετούσαν τη μάνα τους για τελευταία φορά. Ήχοι παμπάλαιοι και δυνατοί ακούγονταν. Οι φωνές των προγόνων. Οι φωνές από την εκκλησιά της Αχειροποιήτου, οι φωνές του Καραβά, του Κεφαλόβρυσου». Κάποια στιγμή, κοίταξα τον εαυτό μου στο νερό. Κοίταξα και τον ουρανό. Έψαχνα ένα χέρι, έψαχνα μια φωνή να κρατηθώ. Το μάγουλο του παιδιού ζεστό στην αγκαλιά της μάνας. Ένα περιστέρι, με τραυματισμένη τη ψυχή, πετάει πάνω από τη γη μας, κρατώντας ένα κλαδί ελιάς. Κοίταξα και πάλι τον εαυτό μου στο νερό, μία σκιά. Ήτανε η πρώτη μέρα του Μάρτη. Θυμάμαι η ζωή μου είχε γίνει κομμάτια από πηλό. Τον έψαχνα παντού. Ρωτούσα. «Δεν τον είδα, δεν τον βρήκα», μου έλεγαν συνεχώς. Άναψα ένα κερί πλάι στην παπαρούνα της Ανάστασης εκεί, στο ερημοκλήσι. Xαιρετάω τη μάνα μου, κοιτάζω τη μάνα μου. Την ακούω, να μου λέει και πάλι. «Ο κόσμος όλος ένας πόνος, ένα τραύμα, ωστόσο η ζωή είναι μια δυνατή διαδρομή, να την ζήσεις και να την ταξιδέψεις.» Γυμνάσιο Ζακακίου - Περιφερειακό Γυμνάσιο Αγίου Μάμαντος Τραχωνίου - Γυμνάσιο Αγίου Ιωάννη Κάτω Πολεμιδιών
RkJQdWJsaXNoZXIy Mjg0OTI=