199 Γενικό Λύκειο Θέρμου ............................................................................................................................. Μονόπρακτο Ο Ανδρέας και η Ζωή απολαμβάνουν τη βραδινή τους βόλτα δίπλα στη λίμνη και στέκονται στο σημείο που πρωτοσυναντήθηκαν. ΖΩΗ: Δες πόσο γαλήνια είναι η λίμνη απόψε. Κι έχει μια πανσέληνο… Κοίτα πώς αντανακλά στο νερό. Μου θυμίζει το βράδυ που γνωριστήκαμε. Θυμάσαι; ΑΝΔΡΕΑΣ: (αμήχανα) Ναι… θυμάμαι. Ζ: Τι έχεις; Α: Τι εννοείς; Ζ: Είσαι πολύ σκεφτικός σήμερα. Το ξέρεις ότι μπορείς να μου τα λες όλα έτσι; Α: Δεν ξέρω πώς να σου το πω. Φοβάμαι πως θα σε πληγώσω. Ζ: Τι θες να πεις; Με αγχώνεις. (υπάρχει μια παύση και δισταγμός απ’ τον Ανδρέα). Ανδρέα, πρέπει να τα λέμε όλα μεταξύ μας. Α: Να είναι που… Εεε… Κοίτα. Εσύ είσαι η ίδια. Η ίδια γλυκιά, όμορφη, ευγενική και καλή Ζωή που γνώρισα και ερωτεύτηκα. Η ίδια Ζωή με την οποία ήθελα να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου. Ζ: Ήθελες; Τι εννοείς ήθελες; Δε θες πια; Α: Δε φταις εσύ. Εσύ είσαι η ίδια γυναίκα που όταν μπαίνεις στο δωμάτιο φωτίζεις σαν ηλιαχτίδα τις ψυχές όλων των άλλων με το χαμόγελό σου. Αυτή η ηλιαχτίδα όμως δεν αξίζει να χαραμίζεται για το δικό μου σκοτάδι. Ζ: (με τρεμάμενη φωνή) Τι ανοησίες είναι αυτές; Πώς σου ήρθαν όλα αυτά έτσι στα ξαφνικά; Α: Κοίταξε, Ζωή. Δεν νιώθω πλέον το ίδιο για σένα. Ζ: Τι θες να πεις; Δεν μ’ αγαπάς πια; (βουρκώνει) Α: Όχι. Πιστεύω πως πρέπει να χωρίσουμε. Η Ζωή αρχίζει να κλαίει. Ο Ανδρέας κοιτάει αμήχανα προς όλες τις κατευθύνσεις και επιχειρεί να την αγκαλιάσει.
RkJQdWJsaXNoZXIy Mjg0OTI=