57 Περιφερειακό Γυμνάσιο και Λύκειο Λευκάρων - Λύκειο Λινόπετρας .............................................................. Κειμενική Διάθλαση Τα κουρασμένα μάτια του γέρου αντικατοπτρίζουν τις αναμνήσεις του, χαραγμένες βαθιά μέσα στην ψυχή του. Κάθε μέρα, μάχεται για να ξεφύγει από τα νύχια του πολέμου, λαχταρώντας περισσότερο χρόνο. Από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ ως το ξημέρωμα, αναζητά παρηγοριά στους στίχους του ποιήματός του, μια απόδειξη της ανθεκτικότητας και του ακλόνητου πνεύματός του. Στα βάθη της αγκαλιάς του χρόνου ξετυλίγεται το παραμύθι, ένα ποίημα υφαντό με μνήμες, που τον άφησε κρύο. Από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ ως το ξημέρωμα, έψαχνε την κλεμμένη γαλήνη, με βάρη στην κουρασμένη πλάτη του, η ελπίδα του άρχισε να παύει. Στα μάτια του, οι σκιές χόρευαν, χαραγμένες με ουλές βαθιές, μια μάχη ξενιτεύτηκε σε μακρινές χώρες, όπου η αγωνία δεν είχε όρια. Κάθε μέρα που περνούσε, λαχταρούσε για παρηγοριά, ένα καταφύγιο από τον καυγά, όμως ο χρόνος γλιστρούσε μέσα από τα τρεμάμενα χέρια του, καθώς το σούρουπο γινόταν γκρίζο. Μέσα σε χωράφια θλίψης περιπλανήθηκε, αναζητώντας την αγκαλιά της παρηγοριάς, πόνεσε η καρδιά του για την αθωότητα, χαμένος στο σκληρό κυνηγητό του πολέμου. Αλλά οι αναμνήσεις κόλλησαν σαν κληματάκια κισσού, μπλεγμένες στο κουρασμένο μυαλό του, και το βάρος των προηγούμενων παραπτωμάτων του τον άφησαν να λαχταράει να γυρίσει πίσω. Από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ μέχρι το ξημέρωμα, πάλευε να βρει απελευθέρωση, γιατί η ηχώ των τυμπάνων μάχης στοίχειωναν ακόμα την ειρήνη του. Όμως ο χρόνος, ένας προδοτικός σύντροφος, δεν έκανε ποτέ τις παρακλήσεις του, αφήνοντάς τον για πάντα παγιδευμένο, στα νύχια της αρρώστιας του πολέμου. Mέσα στη γερασμένη ψυχή του, ένα τρεμόπαιγμα ελπίδας επέζησε, ένας φάρος ανθεκτικότητας, αποφασισμένος να αναβιώσει. Κάθε μέρα που περνούσε, έβρισκε δύναμη, αν και εύθραυστο και φθαρμένο, να σηκωθεί πάνω από τις στάχτες και να διορθώσει ό,τι είχε σκίσει ο πόλεμος. Γιατί ο γέρος ήξερε, στα βάθη της κουρασμένης ψυχής του, ότι οι αναμνήσεις μπορεί να μείνουν στη γωνία, ο μελαγχολικός ήχος του να γεμίζει τον αέρα. Στο καφενείο, ένα ξεθωριασμένο τετράδιο στο χέρι, οι σκέψεις του σκορπισμένες, σαν κόκκοι άμμου. Δίπλα του βαλίτσες γεμάτες αναμνήσεις ανείπωτες, ξεφεύγοντας από την έκκληση ενός τόσο ψυχρού πολέμου. Ένα παλιό βιολί στη γωνία αρχίζει να παίζει, οι χορδές του ψιθυρίζουν ιστορίες απογοήτευσης του παρελθόντος. Μελωδίες της λαχτάρας, της αγάπης και της απελπισίας αντηχούν στο δωμάτιο, κρέμονται στον αέρα. Κάθε χτύπημα της πλώρης μια ιστορία αφηγείται, για γκρεμισμένα όνειρα και μακρινούς αποχαιρετισμούς. Οι ιστορίες ξετυλίγονται, το βιολί κλαίει και συνοδεύει. Σε αυτό το καφενείο, ένα καταφύγιο από τη διαμάχη, όπου οι ψυχές βρίσκουν παρηγοριά, αναζητώντας μια νέα ζωή.
RkJQdWJsaXNoZXIy Mjg0OTI=