• Home
  • Λύκειο Σολέας

Λύκειο Σολέας

Στις 11 Οκτωβρίου 2022 διεξήχθη Βιωματικό Ποιητικό Εργαστήρι στο Λύκειο Σολέας.

Μέσα από μια διαδικασία διαθεματική, τα παιδιά ήρθαν σε επαφή με τον λόγο, το χρώμα, τη μελωδία, την κίνηση, την εικόνα. Έτσι η χαραμάδα στο κλειστό του καθενός παράθυρο, μετουσιώθηκε σε δύναμη, σε χαρά, σε αγάπη, σε ζωή.

Η επιστροφή, οι αγαπημένες μνήμες, το παρόν διαγράφουν αρχικά το δρόμο προς το φως.

«Συναντιόμαστε
Αναμνήσεις αλλιώτικες
Ένα τοπίο στο φως του φεγγαριού»

ΘέμαΑρχείοΗμερομηνία
Ποίημα 23/02/2024
Αφίσα 23/02/2024

Ποίημα

Ποίημα
Αναμνήσεις Αλλιώτικες

Ψηλά, χωρίς φωνή
σε ένα παγκάκι, έξω απ’ την Αθήνα
Βράδυ και μόνος
κουρασμένος και πάλι

Μίζερη πόλη
σκυμμένοι άνθρωποι
χωρίς ορίζοντα
σφιγμένα χέρια
απόλυτη σιωπή
βαβούρα και τρέλα
καταιγίδα και χάος

Επικίνδυνη επανάληψη
Κενό
απόδραση

Σου μιλάω - συναντιόμαστε
Αναμνήσεις αλλιώτικες
αγαπημένες φωνές
Ένα τοπίο στο βλέμμα του ήλιου
ένα τοπίο στο φως του φεγγαριού
ο αέρας χαϊδεύει τα λυμένα μαλλιά
η νύχτα αγκαλιάζει τη σιωπή
οι αισθήσεις χορεύουν βαλς

Οι ορίζοντες
ένα αντίο
Μετάφραση - Αγγλικά
Altered memories

Sitting up high, voiceless
on a bench, just outside of Athens
It’s night-time and I’m alone
Tired once again

The city is miserable,
Crouching people
without a horizon ahead
They clasp their hands
in absolute silence
in hussle and madness
storm and chaos

A dangerous repetition
A void
An escape

I talk to you - we meet
Altered memories
Favourite voices
A landscape in the sun’s gaze
A landscape under the moonlight
The wind caresses the loose hair
The night hugs the silence
The senses come together as if in a waltz

The horizons ahead
a goodbye

Συντελεστές

Συμμετείχαν οι μαθητές του τμήματος Β11-21-61:
  • Ανδρικόπουλος Γεώργιος
  • Βίτμαν Αντριάν
  • Βίτμαν Ντάβιτ
  • Δεληγιάννη Λητώ
  • Ευδοκίου Αποστολία
  • Ιωάννου Αριστοτέλης
  • Μαυροσκούφης Χρυσοβαλάντης
  • Μπαϊσάν Έλενα – Κλαούτια
  • Νικολάου Αμαρυλλίς
  • Νικολάου Λουκία
  • Ρουίζ Αγάθη
  • Στυλιανού Στυλιάνα
  • Τομαρά Αικατερίνη
  • Τσίγκη Σωφρονία
  • Χατζηλούκα Μαριάμ
Υπεύθυνη:
Μαριλένα Πόρακου, Β.Δ. Φιλόλογος

Έργα Τέχνης

Οπτικοακουστικό Υλικό

Φωτογραφικό Υλικό

Μεταγνωστική εμπειρία

Το φεγγάρι έσπασε τη σιωπή

Ξημέρωσε και δεν ήσουν εδώ, έφυγες μαζί με τη νύχτα. Δε σε είδα, δε σου μίλησα, έφυγες χωρίς αντίο.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που ζούσε μια φυσιολογική ζωή. Μια κρύα νύχτα της άνοιξης, όμως, συνέβη κάτι απρόσμενο που την σημάδεψε. Ο παππούς της, ο ήρωάς της, πήγε να συναντήσει τους αγγέλους. Το μόνο που άκουγε ήταν το κλάμα, ο πόνος, ο θρήνος, η παρηγοριά που προσπαθούσαν να της προσφέρουν. Όλοι προσπαθούσαν να της μιλήσουν, κανείς δεν τα κατάφερε.
Ώσπου ήρθε η νύχτα και της μίλησε...

Η ώρα πήγε έντεκα και δεν μπορούσε με τίποτα να κοιμηθεί. Βγήκε έξω από το σπίτι, πήγε σε έναν λόφο όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν μαζί. Κάθισε στο παγκάκι τους. Η νύχτα αγκάλιαζε τη σιωπή, ο αέρας φυσούσε, τα φύλλα χόρευαν στον ρυθμό της σιωπής. Έβλεπε τον ουρανό, τα αστέρια και τότε οι σκέψεις της ταξίδεψαν και αποτυπώθηκαν στον ουρανό σαν μια ταινία η ζωή της.

Τα δάκρυα ξεκίνησαν να τρέχουν και χωρίς φωνή ψέλλισε:

«Παππού, οι άγγελοι σε πήρανε και δεν προλάβαμε να ζήσουμε αυτά που σχεδιάζαμε. Σ’ αυτό το παγκάκι καθόμασταν».

«Δεν πειράζει που έφυγες χωρίς να πεις αντίο, το ξέρω πως δεν το ήθελες, οι άγγελοι με ζήλεψαν και σε πήρανε κοντά τους. Σ’ αγαπώ, παππού μου».

Έσκυψε το κεφάλι της και το φεγγάρι τής απάντησε μέσα από τη βροχή:

«Μην κλαις κορίτσι μου, όμορφα τα ματάκια σου για να τα βλέπω λυπημένα, μπουμπούκι όμορφο το γλυκό αυτό σου προσωπάκι. Να πετύχεις αυτά που θέλεις, τα σχέδιά σου να πραγματοποιηθούν και μόνο μπροστά να βλέπεις, πριγκίπισσά μου».

Και έτσι η σιωπή έσπασε κι αναρωτήθηκε «ποιος μου μιλά», κοίταξε το φεγγάρι και του χαμογέλασε. Τότε κατάλαβε, δεν ήταν μόνη, ήταν εκεί.

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα κορίτσι, ήταν νύχτα, ο αέρας φυσούσε, η βροχή τραγουδούσε και τα φύλλα χόρευαν με την ψυχή της στον ρυθμό της σιωπής. Δεν ήταν μόνη, το φεγγάρι της μιλούσε.

La lune brisa le silence

Le jour s’est levé et tu n'étais plus là, tu étais parti avec la nuit. Je ne t'ai pas vu, je ne t'ai pas parlé, tu étais parti sans dire adieu.

Il était une fois une fille qui menait une vie normale. Cependant une nuit froide de printemps, quelque chose d'inattendu se produisit profondément. Son grand-père, son héros, partit rejoindre les anges. La seule chose qu’elle entendait, c’était les pleurs, la douleur, les gémissements, la consolation que ses proches essayaient de lui offrir.

Tout le monde essayait de lui parler, personne n'y parvenait.

Jusqu'à ce que la nuit tomba et vint lui parler...

Il était 11 heures et elle n’arrivait pas à dormir. Elle décida de partir lui parler une dernière fois.

Elle alla sur la colline, là où ils avaient l'habitude d'aller ensemble. Elle s’assit sur leur banc. La nuit embrassait le silence, le vent soufflait, les feuilles rejoignirent son âme et se mirent à danser au rythme du silence. Elle regardait le ciel, les étoiles et à ce moment-là, ses pensées voyagèrent dans le ciel en y laissant leur trace; comme un film sa vie.

Les larmes commencèrent à couler et privée de voix elle dit:

«Papy, les anges t'ont pris loin de moi et nous n’avons pas eu le temps de vivre ce que nous avions planifié. C’est sur ce même banc que nous étions assis».

Elle n’en pouvait plus, elle le cria:

«Ce n’est pas grave que tu sois parti sans adieu, je sais que tu ne le voulais pas, les anges m’enviaient et t'ont emmené auprès d’eux. Je t'aime, mon papy»

Elle baissa la tête et le ciel lui répondit par une pluie. La lune, elle aussi, lui répondit:

«Ne pleure pas ma fille, tes yeux sont trop beaux pour être si tristes, comme un joli bourgeon ton doux visage. Que tu réussisses dans tout ce que tu veux, que tu réalises tous tes rêves et que tu regardes toujours droit devant toi, ma princesse».

Ainsi, le silence se brisa et elle se demanda: «Qui me parle?» et elle regarda la lune et lui sourit.

Elle comprit alors qu'elle n'était pas seule, il était là.

Il était une fois une fille, il faisait nuit, le vent soufflait, la pluie chantait et les feuilles dansaient avec son âme au rythme du silence. Elle n'était pas seule, la lune lui parlait.