• Home
  • Δίκτυο 3 | Περιφερειακό Γυμνάσιο και Λύκειο Λευκάρων, Λύκειο Λινόπετρας

Δίκτυο 3 | Περιφερειακό Γυμνάσιο και Λύκειο Λευκάρων, Λύκειο Λινόπετρας

Στις 29 Νοεμβρίου 2023 διεξήχθη Βιωματικό Ποιητικό Εργαστήρι στο Περιφερειακό Γυμνάσιο και Λύκειο Λευκάρων και το Λύκειο Λινόπετρας.

Μέσα από μια διεπιστημονική και διαθεματική διαδικασία, οι συμμετέχοντες ανακαλύπτουν βιωματικά τον έσω και τον έξω κόσμο και επικοινωνούν με αυτόν. Αναγνωρίζουν σφάλματα και λάθη και επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα ανατροπής των καιρών. Έτσι, μέσω της αυτόματης γραφής, της γραφής του Ονείρου, συνθέτουν και μετρούν ποιητικά τα ηλιοβασιλέματα στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο, να μην τους λείπει ένα..

Έμειναν όλα πίσω. Σε κάθε γη και σπιθαμή πόνος και αγανάκτηση μαζί.

«Εκείνη τη μέρα
το ραδιόφωνο έπαιζε μια ξεχασμένη μπαλάντα
Ύστερα μάς έβγαλαν τα καράβια έξω»

ΘέμαΑρχείοΗμερομηνία
Ποίημα 04/12/2024
Αφίσα 04/12/2024

Ποίημα

Ποίημα
Ο ήχος του κρασιού έσπασε το ποτήρι

Στο καφενείο της γειτονιάς
γράφω τις σκέψεις μου
σε ένα φθαρμένο τετράδιο
Πλάι στην ψάθινη καρέκλα
κείται η βαλίτσα ανοικτή
μ’ ένα ρολόι, ένα βιολί και ένα λαούτο
μια χούφτα χώμα της Αμμόχωστος

Εκείνη τη μέρα
το ραδιόφωνο έπαιζε μια ξεχασμένη μπαλάντα
Ο ήχος του κρασιού έσπασε το ποτήρι
σκόρπισαν οι πέτρες
πέρα στον ίσκιο του καμπαναριού
Η δασόεσσα παγιδευμένη έρημος
Η δύναμη ράγισε
τώρα χειμώνας
τώρα χιονιάς

Η μνήμη
σπασμένη κολόνα
να μαρτυράει τον πόνο
Ένα φύλλο ελιάς έπεσε δίπλα μου
η μυρωδιά θυμιατού γέμισε τον αέρα

Και ύστερα μάς έβγαλαν τα καράβια έξω
με τη βαλίτσα μας στο χέρι.

Συντελεστές

Περιφερειακό Γυμνάσιο και Λύκειο Λευκάρων

Συμμετείχαν οι μαθητές/τριες:
  • Αντωνίου Μαρίνα, Δ1
  • Επισκόπου Μαρία, Δ1
  • Μικέλλη Μικαέλλα, Δ1
  • Πέτρου Χριστίνα, Δ1
  • Σάββα Αθηνά, Δ1
  • Θεοδούλου Κατερίνα, Δ2
  • Θεοδώρου Δαμιανή, Δ2
  • Παπαπέτρου Μαριάμ, Δ2
  • Ιωάννου Αναστασία, Δ2
  • Χριστοδούλου Χριστόδουλος, Στ2
  • Θεοδώρου Χριστίνα, Στ3

Υπεύθυνες:
Έλενα Ματσάγγου, Μαρία Παντζιαρή, Φιλόλογοι
Συνεργάτες:
Αλέξανδρος Μπαζούκης, ΒΔ Φιλόλογος
Χρύσω Χατζίκου, καθηγήτρια Μουσικής

Λύκειο Λινόπετρας

Συμμετείχαν οι μαθητές/τριες:
  • Καρακάλου Πολυξένη, Α11
  • Στυλιανού Χρύσω, Α11
  • Κολώνιου Σάρα, Α31
  • Λοΐζου Αλεξάνδρα, Α31
  • Αζωίδου Ανατασία, Α33
  • Ιωάννου Ιωάννης, Β2
  • Πάλμερ Ερμίνα, Β21
  • Σαρουκίδη Αναστασία, Β61

Υπεύθυνη:
Μαρία Τζοβενάκη, Φιλόλογος
Συνεργάτιδα:
Νίκη Κιτρομηλίδου, ΒΔ Φιλόλογος

Έργα Τέχνης

Οπτικοακουστικό Υλικό

Βίντεο - Δίκτυο 03 - Ποίημα "Ο ήχος του κρασιού έσπασε το ποτήρι"

ΒΠΕ - Περιφερειακό Γυμνάσιο και Λύκειο Λευκάρων - Ποίημα "Λευκός Καμβάς η Ελλάδα"

Φωτογραφικό Υλικό

Κειμενική Διάθλαση

Τα κουρασμένα μάτια του γέρου αντικατοπτρίζουν τις αναμνήσεις του, χαραγμένες βαθιά μέσα στην ψυχή του. Κάθε μέρα, μάχεται για να ξεφύγει από τα νύχια του πολέμου, λαχταρώντας περισσότερο χρόνο. Από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ ως το ξημέρωμα, αναζητά παρηγοριά στους στίχους του ποιήματός του, μια απόδειξη της ανθεκτικότητας και του ακλόνητου πνεύματός του.

Στα βάθη της αγκαλιάς του χρόνου ξετυλίγεται το παραμύθι, ένα ποίημα υφαντό με μνήμες, που τον άφησε κρύο. Από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ ως το ξημέρωμα, έψαχνε την κλεμμένη γαλήνη, με βάρη στην κουρασμένη πλάτη του, η ελπίδα του άρχισε να παύει.

Στα μάτια του, οι σκιές χόρευαν, χαραγμένες με ουλές βαθιές, μια μάχη ξενιτεύτηκε σε μακρινές χώρες, όπου η αγωνία δεν είχε όρια. Κάθε μέρα που περνούσε, λαχταρούσε για παρηγοριά, ένα καταφύγιο από τον καυγά, όμως ο χρόνος γλιστρούσε μέσα από τα τρεμάμενα χέρια του, καθώς το σούρουπο γινόταν γκρίζο.

Μέσα σε χωράφια θλίψης περιπλανήθηκε, αναζητώντας την αγκαλιά της παρηγοριάς, πόνεσε η καρδιά του για την αθωότητα, χαμένος στο σκληρό κυνηγητό του πολέμου. Αλλά οι αναμνήσεις κόλλησαν σαν κληματάκια κισσού, μπλεγμένες στο κουρασμένο μυαλό του, και το βάρος των προηγούμενων παραπτωμάτων του τον άφησαν να λαχταράει να γυρίσει πίσω.

Από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ μέχρι το ξημέρωμα, πάλευε να βρει απελευθέρωση, γιατί η ηχώ των τυμπάνων μάχης στοίχειωναν ακόμα την ειρήνη του. Όμως ο χρόνος, ένας προδοτικός σύντροφος, δεν έκανε ποτέ τις παρακλήσεις του, αφήνοντάς τον για πάντα παγιδευμένο, στα νύχια της αρρώστιας του πολέμου.

Mέσα στη γερασμένη ψυχή του, ένα τρεμόπαιγμα ελπίδας επέζησε, ένας φάρος ανθεκτικότητας, αποφασισμένος να αναβιώσει. Κάθε μέρα που περνούσε, έβρισκε δύναμη, αν και εύθραυστο και φθαρμένο, να σηκωθεί πάνω από τις στάχτες και να διορθώσει ό,τι είχε σκίσει ο πόλεμος.

Γιατί ο γέρος ήξερε, στα βάθη της κουρασμένης ψυχής του, ότι οι αναμνήσεις μπορεί να μείνουν στη γωνία, ο μελαγχολικός ήχος του να γεμίζει τον αέρα. Στο καφενείο, ένα ξεθωριασμένο τετράδιο στο χέρι, οι σκέψεις του σκορπισμένες, σαν κόκκοι άμμου. Δίπλα του βαλίτσες γεμάτες αναμνήσεις ανείπωτες, ξεφεύγοντας από την έκκληση ενός τόσο ψυχρού πολέμου.

Ένα παλιό βιολί στη γωνία αρχίζει να παίζει, οι χορδές του ψιθυρίζουν ιστορίες απογοήτευσης του παρελθόντος. Μελωδίες της λαχτάρας, της αγάπης και της απελπισίας αντηχούν στο δωμάτιο, κρέμονται στον αέρα.

Κάθε χτύπημα της πλώρης μια ιστορία αφηγείται, για γκρεμισμένα όνειρα και μακρινούς αποχαιρετισμούς. Οι ιστορίες ξετυλίγονται, το βιολί κλαίει και συνοδεύει. Σε αυτό το καφενείο, ένα καταφύγιο από τη διαμάχη, όπου οι ψυχές βρίσκουν παρηγοριά, αναζητώντας μια νέα ζωή.

Με κάθε γουλιά, μια γεύση από την αγκαλιά της ελπίδας
Καταφύγιο από μάχες που δίνουμε και κυνηγάμε
«Στο ξεθωριασμένο σημειωματάριό μου, γράφω τους φόβους μου»
αποτυπώνοντας στιγμές, διατηρώντας τις για χρόνια
Το άρωμα του καφέ δένει με την αγκαλιά του μελανιού
δημιουργώντας μια συμφωνία αναμνήσεων και χάρης
Σε αυτό το καφενείο, έναν κόσμο δικό του
Εκεί που οι κουρασμένες καρδιές βρίσκουν παρηγοριά, όχι μόνες
Με γεμάτες βαλίτσες, ξέφυγα από την παράκληση του πολέμου
Βρίσκω παρηγοριά στη μουσική, στον καφέ, σε μένα.


Λύκειο Λινόπετρας
The old man's weary eyes reflect his memories, etched deep within his soul.
Each day, he battles to escape the clutches of war, yearning for more time.
From noon to night to dawn, he seeks solace in the verses of his poem,
a testament to his resilience and unwavering spirit.

In the depths of time's embrace, an old man's tale unfold,
A poem woven with memories, of a war that left him cold.
From noon to night to dawn, he sought for stolen peace,
With burdens on his weary back, his hope began to cease.

In his eyes, the shadows danced, etched with scars profound,
A battle fought in distant lands, where anguish knew no bound.
Each passing day, he yearned for solace, a refuge from the fray,
Yet time slipped through his trembling hands, as dusk turned into gray.

Through fields of sorrow, he wandered, seeking solace's embrace,
His heart ached for the innocence, lost in the war's cruel chase.
But memories clung like ivy vines, entwined in his weary mind,
And the burden of his past misdeeds left him longing to rewind.

From noon to night to dawn, he fought to find release,
For the echoes of the battle drums still haunted his peace.

But time, a treacherous companion, never granted his pleas,
Leaving him forever trapped, in the clutches of the war's disease.
Yet within his aged soul, a flicker of hope survived,
A beacon of resilience, determined to revive.
With each passing day, he found strength, though frail and worn,
To rise above the ashes, and mend what war had torn.

For the old man knew, in the depths of his weary soul,
That memories may linger, corner, its melancholic sound filling the air.
In the coffee shop, a faded notebook in my hand,
My thoughts scattered, like grains of sand.
Beside me, suitcases, filled with memories untold,
Escaping the appeal of a war so cold.

An old violin, in the corner, starts to play,
Its strings whispering tales of yesteryears' dismay.
Melodies of longing, of love and despair,
Echoing through the room, hanging in the air.

Each stroke of the bow, a story it tells,
Of shattered dreams and distant farewells.
The violin weeps, its wood worn and old,
Serenading the patrons, their stories unfold.
In this coffee shop, a haven from strife,
Where souls find solace, seeking a new life.

With every sip, a taste of hope's embrace
A refuge from battles we fight and chase
In my faded notebook, I pen down my fears
Capturing moments, preserving them for years
The aroma of coffee blends with ink's embrace
Creating a symphony of memories and grace
In this coffee shop, a world of its own
Where weary hearts find solace, not alone
With suitcases packed, I've escaped the war's plea
Finding solace in music, in coffee, in me.


Λύκειο Λινόπετρας


Κατάθεση Ψυχής

Σκέψεις πηγαίες, αφτιασίδωτες, μια μορφή αυτόματης γραφής, της γραφής του ονείρου σε πεζό λόγο, όπως αποκαλύφθηκαν αυθόρμητα κατά τη λειτουργία του ΒΠΕ

Μια δύναμη μέσα μου που δεν σβήνει, που ουρλιάζει και με κατευθύνει στην εκκλησιά στον Πενταδάκτυλο. Στις νότες του η ψυχή μου ανατρέπεται. Αναδύονται ανεξήγητα συναισθήματα. Στο έδαφος σκόρπιες πέτρες που δείχνουν τον πόνο του χθες. Ο άνθρωπος για να εξελιχθεί πρέπει να βιώσει τον πόνο.

Στη βαλίτσα βάλαμε ένα ρολόι, ένα τετράδιο, ένα λαούτο και ένα παλιό βιολί του πατέρα μου. Στο τετράδιο θα γράφω, το ρολόι θα το βλέπω και τις ώρες που βασιλεύει ο ήλιος θα παίζω το βιολί και το λαούτο.

Θα κουνήσω το μαντήλι, για σένα θα δακρύσω και θα έχω έναν σφυγμό στο στήθος, θα μηνύσω στα πουλιά να κελαηδήσουν, Θα αφήσω ένα τριαντάφυλλο με αγκάθια ματωμένα στον τάφο σου απάνω.
Συγγνώμη πατέρα, συγγνώμη που δεν μπόρεσα να σε δικαιώσω.

Τα ψέματα αποκαλύπτονται κάτω από το μαύρο πέπλο του παρελθόντος. Τα φαντάσματά του με κυνηγούν.

Όταν έρθει η ώρα να σκεφτώ, λείπουν οι σκέψεις.
Θέλω να νιώσω, να αισθανθώ, να δω τη γαλήνη του νερού.

Κολυμπώ στη θάλασσα με τη μητέρα μου. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω τη θάλασσα, όλα τα προβλήματα λύνονται εκεί. Τα κύματα εξαγνίζουν την ψυχή μου.

Κάθε ταξίδι, ένας νέος τόπος. Θα ταξιδέψω τον κόσμο και θα μυρίσω νέες γεύσεις, νέες μυρωδιές.

Πρέπει να φύγω απ’ εδώ. Θα πάρω το ποδήλατό μου να κρύψω βαθιά το μυστικό μου.