• Home
  • Δίκτυο 13 | Γυμνάσιο Σταυρού, Γυμνάσιο Αγίου Βασιλείου, Γυμνάσιο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ Πλατύ

Δίκτυο 13 | Γυμνάσιο Σταυρού, Γυμνάσιο Αγίου Βασιλείου, Γυμνάσιο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ Πλατύ

Την 1η Μαρτίου 2024 διεξήχθη Βιωματικό Ποιητικό Εργαστήρι στο Γυμνάσιο Σταυρού, στο Γυμνάσιο Αγίου Βασιλείου και στο Γυμνάσιο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ Πλατύ.

Μέσα από μια διεπιστημονική και διαθεματική διαδικασία, οι συμμετέχοντες ανακαλύπτουν βιωματικά τον έσω και τον έξω κόσμο και επικοινωνούν με αυτόν. Αναγνωρίζουν σφάλματα και λάθη και επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα ανατροπής των καιρών. Έτσι, μέσω της αυτόματης γραφής, της γραφής του Ονείρου, συνθέτουν και μετρούν ποιητικά τα ηλιοβασιλέματα στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο, να μην τους λείπει ένα.

Στη χαραμάδα ανάμεσα πέτρας και διάτρητων πλεκτών φύτρωσε μια μαργαρίτα. Δίπλα στο καφενείο της «γιαγιάς Βικτώριας» στη μοιρασμένη Λευκωσία.
«Στον ραγισμένο καθρέφτη το πουκάμισο τσαλακωμένο
Από τότε κερνώ καφέ στη θύμησή της
και γλυκά στην πράσινη γραμμή»
ΘέμαΑρχείοΗμερομηνία
Ποίημα 04/12/2024
Αφίσα 04/12/2024

Ποίημα

Δεν πρόλαβε να αγαπήσει

Γιαγιά Βικτώρια
πες μας για τη βασιλοπούλα
και τα προικιά της που είχαν μείνει πίσω

«Καθότανε στον Πενταδάκτυλο
στις γειτονιές με τους λαλέδες
έπαιζε με τα χελιδόνια της Καντάρας
και μέτραγε ένα - ένα τα προικιά της
Ήτανε καλοκαίρι

Ο ήλιος σώπασε απότομα
τα στέφανα παγώσανε στον τοίχο
στο κενό μια φωτογραφία
το νυφικό έμεινε κρεμασμένο
στον ραγισμένο τον καθρέφτη
το πουκάμισο κι αυτό τσαλακωμένο
Φεύγοντας
πρόλαβε και έκρυψε μια στάλα φωτός στην απαλάμη της
και ένα μαντήλι κεντημένο»

Δεν έμαθε ποτέ κανείς πού πήγε
Από τότε παιδιά μου
κερνώ καφέ στη θύμησή της
και γλυκό του κουταλιού
εδώ στην πράσινη γραμμή
παρέα με τους γεώσακους

Ήτανε μια φορά και έναν καιρό
Μα ήταν δυστυχώς αλήθεια!

Συντελεστές

Γυμνάσιο Σταυρού

Συμμετείχαν οι μαθητές/τριες:
  • Πολυκάρπου Χριστιάνα, Α2
  • Νεοφύτου Δέσποινα, Β1
  • Ονησιφόρου Ελίτσα, Β2
  • Αρτεμίου Ιόλη, Γ2
  • Χαραλάμπους Ελένη, Γ2
  • Κουρή Ρένα, Γ4
Υπεύθυνες:
Ελίνα Χαραλάμπους, Ελένη Πογιατζή, Φιλόλογοι

Συνεργάτιδα:
Μαρία Σπυροπούλου-Ολυμπίου, ΒΔ Φιλόλογος

Γυμνάσιο Αγίου Βασιλείου

Συμμετείχαν οι μαθητές/τριες:
  • Νικολάου Ελισάβετ, Γ1
  • Τσεριώτου Νάταλι, Γ1
  • Κουμνάς Αντρέας, Γ2
  • Νικολάου Κυριάκος, Γ2
  • Χριστοφή Άγγελος, Γ2
  • Χρυσοστόμου Στέλιος, Γ2
Υπεύθυνη:
Άντρεα Κωνσταντίνου, Φιλόλογος

Συνεργάτιδα:
Ευρυδίκη Δημητρίου, ΒΔ Φιλόλογος

Γυμνάσιο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' Πλατύ

Συμμετείχαν οι μαθητές/τριες:
  • Γούλους Ευάγγελος, Β1
  • Κωνσταντίνου Χριστίνα, Β1
  • Πισιάς Στέφανος, Β1
  • Χαττάρ Νάταλι, Β1
  • Χαραλάμπους Ευγενία, Β1
  • Myrteroy Olivia, Β1
  • Χατζησάββα Μαρίνα Μικαλλίνα, Γ3
Υπεύθυνη:
Μαρία Παπαγεωργίου, Φιλόλογος

Συνεργάτιδα:
Μόρφω Νικολάου, ΒΔ Φιλόλογος

Έργα Τέχνης

Οπτικοακουστικό Υλικό

Φωτογραφικό Υλικό

Κειμενική Διάθλαση

Ένα παραμύθι που δεν τελειώνει με «ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»

Μια φορά κι έναν καιρό, στη μέση του πελάγους ζούσε μια Βασιλοπούλα μαζί με την οικογένειά της. Της άρεσε πολύ να κάνει βόλτες στη φύση, να κολυμπά στα γαλανά νερά των λιμανιών, να μαζεύει αγριολούλουδα στους κάμπους.

Ώσπου μια μέρα, ερωτεύτηκε το αγόρι με την κιθάρα, που έπαιζε τον δικό του ρυθμό στη σκιά ενός πεύκου. Η βασιλοπούλα πλησίασε το αγόρι και κάθισε δίπλα του. Τον ρώτησε ποιο είναι το όνομά του κι αυτός της το ψιθύρισε στο αυτί χαμο- γελώντας.

Καθώς της έπαιζε την αγαπημένη του μελωδία, ήχησε ξάφνου η σειρήνα του πολέ- μου κι ένα χελιδόνι πέταξε ψηλά στον ουρανό με ματωμένο το φτερό. Όλοι έτρε- χαν κι άφηναν πίσω τα σπίτια τους.

Η βασιλοπούλα δεν ήθελε ν’ αφήσει πίσω τα προικιά της, όμως τα όνειρά της έμειναν κρεμασμένες αναμνήσεις σε ρούχα σκισμένα. Έφυγε από τον τόπο της, προτού προλάβει ν’ αγαπήσει.



Γυμνάσιο Αγίου Βασιλείου
Η Λευκωσία μιλά στον Πενταδάκτυλο

Είσαι ένα αγέρωχο βουνό,
Ένα βουνό μπροστά από το λιμάνι της Κερύνειας,
Ένα βουνό με πέντε δάκτυλα στην κορυφή σου,
Ένα βουνό με ερημωμένες γειτονιές, με άδεια σπίτια.

Είσαι ένα βουνό ματωμένο,
Σε σκεπάζει η τουρκική ημισέληνος στα σπλάχνα σου.
Είσαι ένα βουνό που περιμένει και πάντοτε θα περιμένει να υποδεχτεί την άνοιξη
στον τόπο του,
Να γεμίσει από ζωή, λουλούδια και φωνές σε κάμπους και ποτάμια.

Γυμνάσιο Αγίου Βασιλείου
Μια βασιλοπούλα σε κάποια διαδήλωση

Δέκα ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από τον πόλεμο
Κι οι άνθρωποι ακόμη έψαχναν τους δικούς τους
Σε κάποια διαδήλωση μια βασιλοπούλα έκλαιγε
Κρατούσε στο χέρι τη φωτογραφία του καλού της κι έλεγε
Η αγάπη, μού ‘χανε πει, χρειάζεται όνειρα
Μα τα όνειρα τα δικά μου παρέμειναν αναμνήσεις κρεμασμένες, ρούχα σκισμένα
Εικόνες ξεχασμένες, λουλούδια μαραμένα στις παλάμες του χρόνου
Δεν πρόλαβα ν’ αγαπήσω ούτε ν’ αγαπηθώ

Γυμνάσιο Αγίου Βασιλείου
Μου λείπει μια ανάσα

Ανάσα μου, δεν πρόλαβα ν’ αγαπήσω
Τη στάχτη, την ιστορία μου
Στα μέρη που ήθελα να ζήσω

Ένα παιδί με μια φωτογραφία
Στη Λευκωσία βαθιά
Εκεί στη ματωμένη γραμμή, που κανένας δεν ρίχνει ματιά

Τα μέρη κατεχόμενα
Εκεί που η χώρα μας έζησε σκλαβιά
Εκεί που η γη μας είδε μόνο φωτιά

Γυμνάσιο Αγίου Βασιλείου
Άτιτλο

Ήτανε Καλοκαίρι
Η βασιλοπούλα τριγυρνούσε χορεύοντας ανάμεσα στα πορτοκαλόδεντρα
Τραγουδούσε χαρούμενους σκοπούς συντροφιά με το θρόισμα των φύλλων
Μα πριν προλάβει να τελειώσει τον σκοπό της
Ο ουρανός σκοτείνιασε
Ένα περιστέρι πέταξε με ματωμένο το φτερό
Παρασυρμένο από τον βίαιο άνεμο
Η βασιλοπούλα πέτρωσε
Και περίμενε – ακόμα περιμένει – να γίνει γαλανός ο ουρανός
Να τελειώσει τον σκοπό της

Γυμνάσιο Αγίου Βασιλείου

Κατάθεση Ψυχής

Σκέψεις πηγαίες, αφτιασίδωτες, μια μορφή αυτόματης γραφής, της γραφής του ονείρου σε πεζό λόγο, όπως αποκαλύφθηκαν αυθόρμητα κατά τη λειτουργία του ΒΠΕ

Μια πινελιά ελπίδας χαμένη στην απόγνωση. Η αγάπη χρειάζεται όνειρο. Τα δικά μου όνειρα έμειναν κρεμασμένες αναμνήσεις σε σκισμένα ρούχα. Ξεχασμένες εικόνες, λουλούδια στις παλάμες του χάρου.

Η μνήμη τρεμοπαίζει ανάμεσα στο γάλα του παιδιού και σε ένα τριαντάφυλλο. Ματώνει το μωσαϊκό πρωινό του Ιούλη.
Το αγόρι με την κιθάρα παίζει τους δικούς του ρυθμούς στη σκιά ενός πεύκου. Δεν πρόλαβα να το αγαπήσω.
Τι να σκεφτώ και τι να θυμηθώ; Τότε είχαμε έναν καθρέφτη, τον κοίταζα. Πίσω από αυτόν δυο μάτια από μέλι, αμυγδαλωτά, μεγάλα μάτια.
Αυτά τα μάτια μου πνίγουν τώρα την ανάσα πίσω απ’ τον καθρέφτη.

Η πληγή ακόμα αιμορραγεί. Γυρεύω τους νεκρούς, γυρεύω τους αγνοούμενους μας. Μελισσούλες περιμένουν να μαζέψουν από τον Πενταδάκτυλο νέκταρ σαν σειρήνα στο βάθος του ωκεανού.

Σχισμένη γραμμή κομμάτια. Είδα τα στέφανα να καρτερούν βουβά στον τοίχο. Κομμάτια ρούχο σχισμένο από στοιβαγμένα πλεκτά, αναμνήσεις κρεμασμένες στο σκούρο πράσινο. Το ξεχασμένο νυφικό.

Μια μαργαρίτα φύτρωσε στους γαιόσακους. Ανάμεσα στα φθαρμένα παράθυρα σκιές φωτός συνοδεύουν την πέτρα, ένα χελιδόνι με ματωμένο το φτερό πετά ψηλά και πάνω από τον Πενταδάχτυλο. Ένα παραμύθι που έγινε πραγματικότητα. Έφυγα παιδί κι εγώ απ’ τον τόπο μου. Τώρα στις παρυφές της μνήμης χαϊδεύω ένα φύλλο, αγγίζω την ιστορία μου. Όλοι οι ήχοι εδώ. Όλες οι εποχές. Στη σκέψη μου τελεία.